- υποβολείο
- το, Νκρύπτη στο προσκήνιο θεάτρου, από όπου ο υποβολέας βοηθάει τους ηθοποιούς κατά την παράσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < υποβολέας + επίθημα -είο*. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποβολεῖον, μαρτυρείται από το 1899 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.